κυσταλγία

κυσταλγία
η
ιατρ. πόνος στην ουροδόχο κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystalgie < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + -algie (< νεολατ. -algia < -αλγία < ἄλγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”